λυσσώδης — ες (Α λυσσώδης, ῶδες) [λύσσα] 1. αυτός που πάσχει από λύσσα, λυσσασμένος 2. λυσσαλέος, μανιώδης (α. «λυσσώδης έχθρα β. «λυσσώδης μάχη») 3. το ουδ. ως ουσ. το λυσσώδες η μανιώδης ορμή αρχ. αυτός που αναφέρεται σε κατάσταση παραφροσύνης («λυσσώδης… … Dictionary of Greek
Φωκάς — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Επίσκοπος Σινώπης. Πέθανε με μαρτυρικό θάνατο επί Τραϊανού (98 117). Η μνήμη του τιμάται στις 22 Σεπτεμβρίου. 2. Μαρτύρησε με σπαθί, μαζί με τον Έρμυλο, σε άγνωστο τόπο και χρόνο. Η μνήμη του… … Dictionary of Greek
ՍՈՎԱԾԱԲԱՐ — ( ) NBH 2 0729 Chronological Sequence: Unknown date մ. λυσσώδη helluantium more. իբրեւ սովեալ. անյագաբար. չարաչար սաղրածի պէս. *Ուտել՝ ոչ սովածարար, որովայնամոլութեամբն ʼի վերայ բերելով. Բրս. թղթ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
λυσσώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η, γεμάτος λύσσα, μανιασμένος: Στη λυσσώδη αυτή μάχη σκοτώθηκαν πολλοί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)