λυσσώδη

λυσσώδη
λυσσώδης
like one raging
neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
λυσσώδης
like one raging
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)
λυσσώδης
like one raging
masc/fem acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • λυσσώδης — ες (Α λυσσώδης, ῶδες) [λύσσα] 1. αυτός που πάσχει από λύσσα, λυσσασμένος 2. λυσσαλέος, μανιώδης (α. «λυσσώδης έχθρα β. «λυσσώδης μάχη») 3. το ουδ. ως ουσ. το λυσσώδες η μανιώδης ορμή αρχ. αυτός που αναφέρεται σε κατάσταση παραφροσύνης («λυσσώδης… …   Dictionary of Greek

  • Φωκάς — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Επίσκοπος Σινώπης. Πέθανε με μαρτυρικό θάνατο επί Τραϊανού (98 117). Η μνήμη του τιμάται στις 22 Σεπτεμβρίου. 2. Μαρτύρησε με σπαθί, μαζί με τον Έρμυλο, σε άγνωστο τόπο και χρόνο. Η μνήμη του… …   Dictionary of Greek

  • ՍՈՎԱԾԱԲԱՐ — ( ) NBH 2 0729 Chronological Sequence: Unknown date մ. λυσσώδη helluantium more. իբրեւ սովեալ. անյագաբար. չարաչար սաղրածի պէս. *Ուտել՝ ոչ սովածարար, որովայնամոլութեամբն ʼի վերայ բերելով. Բրս. թղթ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • λυσσώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η, γεμάτος λύσσα, μανιασμένος: Στη λυσσώδη αυτή μάχη σκοτώθηκαν πολλοί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”